- κραταιγύαλος
- κρᾰται-γύᾰλος [ῠ], ον,A with strong γύαλα, strongly arched,
θώρηκες Il.19.361
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θώρηκες Il.19.361
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραταιγύαλος — κραταιγύαλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + γύαλον «ημιθωράκιο»] … Dictionary of Greek
κραταιγύαλον — κραταιγύαλος with strong masc/fem acc sg κραταιγύαλος with strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιγυάλους — κραταιγύαλος with strong masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιγύαλοι — κραταιγύαλος with strong masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek